Μετάβαση στο περιεχόμενο

ΑΡΘΡΟ | Αναξιοπιστία και ανικανότητα

FacebookTwitterEmailPrintFriendly

Twitter.001Ένας στους δύο Έλληνες χρωστά στην Εφορία, ενώ συνολικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο αποτελούν σήμερα το 53% του ΑΕΠ. Είναι απίστευτο το πόσες αλήθειες μπορούν να αποτυπώσουν τα στοιχεία για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, την ίδια στιγμή όμως που οι δυσκολίες στην καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες και επιχειρήσεις είναι ακόμα περισσότερες.

Σήμερα, η Κυβέρνηση διαπραγματεύεται το κλείσιμο μιας «αξιολόγησης», η οποία θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί αρχικά το Φεβρουάριο του 2016, μετά -κατά δήλωση του Πρωθυπουργού- στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου 2016, αλλά τελικά ακόμα παραμένει ανοιχτή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ένταση της αβεβαιότητας και τη διεύρυνση της αναξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που βουλιάζει τη χώρα στην ύφεση, επιδεινώνει το οικονομικό κλίμα και συρρικνώνει τις επενδύσεις.

Ήδη οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου αυξήθηκαν κατά 272 εκατ. ευρώ από το Δεκέμβρη μέχρι τον Ιανουάριο, ενώ το τελευταίο τρίμηνο του 2016, για το οποίο ο κ.Τσίπρας ανέμενε ισχυρή ανάπτυξη, ήταν το χειρότερο της χώρας από το 1998 με βάση τα στοιχεία του ΑΕΠ. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα, πως μόνο τους δύο πρώτους μήνες του 2017 χάθηκαν 4.879 θέσεις εργασίας σε σχέση με όσες δημιουργήθηκαν.

Είναι προφανές, πως η χώρα εγκλωβίζεται σε μια κατάσταση «στασιμοχρεωκοπίας», το αδιέξοδο στην αγορά διογκώνεται και δημιουργεί αλυσιδωτά προβλήματα που αγγίζουν κάθε σπίτι. Οι μισθοί καθυστερούν, η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται και καθημερινά χιλιάδες θέσεις εργασίας κινδυνεύουν εξ’ αιτίας της αβεβαιότητας που επικρατεί. Κι’ όμως η Κυβέρνηση επιμένει στη «στρατηγική της καθυστέρησης», η οποία έχει αποδειχθεί καταστροφική για την οικονομία. Δίχως αμφιβολία, η χώρα εξ’ αιτίας της κυβερνητικής αναξιοπιστίας, οδηγείται σε ένα νέο Μνημόνιο με λήψη μέτρων και μετά το 2018. Το ζήτημα είναι πως αυτό το νέο Μνημόνιο δε θα περιέχει επιπλέον χρηματοδότηση αλλά μόνο μέτρα, κάτι που σημαίνει πως η μοναδική πηγή ρευστότητας θα είναι οι αγορές. Εάν η Ελλάδα δεν έχει μέσα στον επόμενο χρόνο βελτιώσει σημαντικά την αξιοπιστία της και τη δημοσιονομική της σταθερότητα, τότε δεν αποκλείεται να βρεθούμε ενώπιων δυσάρεστων καταστάσεων.

Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που έχει συμφωνήσει η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα οδηγήσουν μαθηματικά σε νέες περικοπές μισθών και συντάξεων, την ώρα που οι μεταρρυθμίσεις και οι ιδιωτικοποιήσεις βαλτώνουν. Η επένδυση στο Ελληνικό που θα μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα 10.000 νέες δουλειές σχοινοβατεί. Οι πόροι του ΕΣΠΑ – ικανοί να προσφέρουν ανάσες ρευστότητας και να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας- λιμνάζουν. Σε όλη τη χώρα οι επενδύσεις παραμένουν εγκλωβισμένες στην ανικανότητα και τις ιδεοληψίες των κυβερνώντων, ενώ ο «αναπτυξιακός» νόμος αποδεικνύεται ανεδαφικός και χαμηλού ενδιαφέροντος για τις επιχειρήσεις εξ’ αιτίας της φιλοσοφίας του.

Συνολικά, η Ελλάδα σήμερα, βιώνει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια οικονομική κρίση που έχει γνωρίσει ο σύγχρονος κόσμος. Το 2014 βρεθήκαμε ένα βήμα πριν την έξοδο από την ασφυκτική λιτότητα, ωστόσο τότε η λαϊκισμός μας νίκησε. Οι δανειστές προφανώς και έχουν τις δικές τους ευθύνες, όμως ταυτόχρονα έχουν να κάνουν με μια κυβέρνηση που αποδεικνύεται παντελώς αναξιόπιστη και ανίκανη να βρει βιώσιμες λύσεις για να βελτιωθεί η καθημερινότητα. Τα περιθώρια όμως, στενεύουν επικίνδυνα. Η χώρα χρειάζεται εδώ και τώρα μια μεγάλη πολιτική αλλαγή που θα στείλει ηχηρό μήνυμα ότι η Ελλάδα μπαίνει σε τροχιά ανάκαμψης μακριά από αρνητικές πρωτιές και πολιτικές ανευθυνότητας. Ένα μήνυμα ότι η κοινωνία και η οικονομία, ανασαίνουν ξανά.

* Άρθρο μου στο insider.gr