Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εντός ή εκτός ευρωζώνης; Ανάλυση του δημοσίου διαλόγου: Μία αναμέτρηση μεταξύ εξορθολογισμού και λαϊκισμού. (2012)

FacebookTwitterEmailPrintFriendly

eurozone

Άρθρο του Χρίστου Δήμα στο επιστημονικό περιοδικό “Φιλελεύθερη Έμφαση” του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, τχ. 52, Καλοκαίρι 2012

Το ερώτημα του τίτλου φαίνεται πως απασχολεί ακόμη και σήμερα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης. Από τη μια πλευρά, ολοένα και περισσότεροι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί φορείς συνηγορούν υπερ της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη θέτοντας με τρόπο σαφή τις σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Τράπεζας μία ενδεχόμενη έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα στοίχιζε στον “μέσο Έλληνα πολίτη το 55% του κατά κεφαλήν εισοδήματος του και η ύφεση θα έφτανε στο 22% ενώ ο πληθωρισμός θα έφθανε αρχικά στο 30% με ισχυρή ανοδική τάση.” Επιπλέον το τραπεζικό σύστημα θα κατέρρεε, οι εισαγωγές πολλών προϊόντων θα γίνονταν σχεδόν απαγορευτικές με αποτέλεσμα να υπάρξουν σημαντικές ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης όπως: τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα ενώ θα υπήρχε άνοδος της εγκληματικότητας σε ανησυχητικά επίπεδα. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και σήμερα εντός και εκτός χώρας πολιτικοί, κοινωνικοί και οικονομικοί φορείς ζητούν την αποχώρηση της χώρας είτε ισχυρίζονται πως “μακάρι να είχαμε γίνει Αργεντινή.”

Το άρθρο αυτό επιχειρεί να αναλύσει τη σημασία και τις επιπτώσεις του δημοσίου λόγου μελετώντας την παραφιλολογία που έχει κυριαρχήσει σχετικά με ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Προτού όμως προβούμε στην ανάλυση του δημόσιου λόγου σχετικά με την ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδος από την ευρωζώνη, κρίνεται σκόπιμο να οριστεί η έννοια του δημοσίου λόγου και να αναφερθεί η ιδιαίτερη σημασία του,

Τι είναι ο δημόσιος πολιτικός λόγος και ποια η σημασία του

Η ανάλυση του πολιτικού λόγου ξεδιπλώνεται μέσα από ιδέες που διατυπώνουν δημόσια φορείς όπως η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, τα εργατικά συνδικάτα, οι ΜΚΟ, τα ΜΜΕ και όσοι συμμετέχουν στη διαδικασία χάραξης πολιτικής. Οι φορείς ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο και προσπαθούν διαρκώς με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους να αυξήσουν την επιρροή τους και να πείσουν όσο το δυνατόν περισσότερους πολίτες για την ορθότητα των απόψεών τους.

Η συστηματική μελέτη και ανάλυση του δημοσίου λόγου παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον, διότι βοηθάει στην κατανόηση των λόγων που οδηγούν μία κοινωνία στην λήψη πολιτικών αποφάσεων. Πιο συγκεκριμένα, επειδή επισημαίνει τα κίνητρα των εθνικών φορέων και συγχρόνως αποσαφηνίζει τους λόγους που τα προκάλεσαν και τον τρόπο με τον οποίο αρθρώθηκαν δημόσια. Παράλληλα, καταγράφει το μέγεθος της ανταπόκρισης ή την αντίδραση την οποία προκάλεσαν στους υπόλοιπους φορείς ξεχωριστά, αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό,ο δημόσιος πολιτικός λόγος είναι καθοριστικός στη διαμόρφωση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων. Συνήθως όμως δεν ελέγχεται, δεν αξιολογείται, πολλές φορές μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μπορεί ακόμη και να βασίζεται σε ψευδή στοιχεία. Όμως, σε μία ευνομούμενη δημοκρατική κοινωνία χρειάζεται να αρθρώνεται βάσει συγκεκριμένου και προσυμφωνημένου πλαισίου. Το πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και δεν συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία του λόγου και έκφρασης. Αντιθέτως, δρα ως εχέγγυο πως η συζήτηση θα διεξαχθεί υπό τις συνθήκες και για τα ζητήματα που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Με αυτό τον τρόπο διασφαλίζονται οι όροι και οι κανόνες υπό τους οποίους διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος.

Παρά την μεγάλη ανάγκη για την ύπαρξη του συγκεκριμένου πλαισίου και για την ορθή άρθρωσή του στο πλαίσιο μιας εύρυθμης δημοκρατίας, στην Ελλάδα ο δημόσιος διάλογος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ανοργάνωτος και ασυντόνιστος. Αυτό συμβαίνει τόσο όταν αρθρώνεται στους επίσημους θεσμούς της χώρας όσο και στα ΜΜΕ και το διαδίκτυο. Παράλληλα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν υπάρχει κανένας αξιόπιστος μηχανισμός οργάνωσης και ελέγχου της δημόσιας συζήτησης. Κατά συνέπεια, ο ελληνικός δημόσιος πολιτικός λόγος, κυρίως στα ΜΜΕ, αρθρώνεται μετέωρος δίχως να ελέγχεται η εγκυρότητα και η ορθότητά του.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί η πρωτοβουλία μιας ομάδας δημοσιογράφων στην Αμερική. Η ομάδα αυτή, –ανεξάρτητα από τις κομματικές της προτιμήσεις- στην προσπάθεια της να καλύψει αυτό το θεσμικό κενό, δημιούργησε μία ιστοσελίδα, όπου αξιολογούσε τον βαθμό αληθείας των δηλώσεων των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών φορέων. Πιο συγκεκριμένα, όταν ένας υπουργός, βουλευτής, διοικητής ΔΕΚΟ, οικονομικός παράγοντας, συνδικαλιστής έκανε μία δήλωση, έκαναν έρευνα στα επίσημα στοιχεία, ώστε να επιβεβαιώσουν κατά πόσο ήταν ακριβής ή όχι η συγκεκριμένη δήλωση. Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά εντυπωσιακό: Η ιστοσελίδα είχε πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα και τους απονεμήθηκε το περιβόητο βραβείο ‘Πούλιτζερ’ για την αντικειμενική τους ενημέρωση και την προσφορά τους στην δημοσιογραφία. Πέραν όμως τούτων,το επίτευγμα τους είναι μοναδικό καθώς ανέδειξαν και βοήθησαν τους πολίτες να κατανοήσουν τη διάκριση μεταξύ των πολιτικών που επιλέγουν να εντυπωσιάσουν με λόγους που στηρίζονται σε αναληθή και αυτών που επιλέγουν την ειλικρίνεια και τον τεκμηριωμένο λόγο. Ποιο τα δύο είδη του πολιτικού λόγου φαίνεται να προτιμούν οι ιθύνοντες της ελληνικής τάξης; Στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να απαντήσει το επόμενο κομμάτι υπό το φως της συζήτησης για ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη.

Ο δημόσιος πολιτικός λόγος εντός και εκτός Ελλάδας

Το ερώτημα που κυριάρχησε ως πολιτικό δίλημμα στις εκλογές της 17ης Ιουνίου ήταν ευρώ ή δραχμή θέτοντας τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας σε αβέβαιη βάση. Η πλειοψηφία των συμπολιτών μας ψήφισε πολιτικά κόμματα των οποίων ο δημόσιος λόγος διαπνέοταν από ευρωπαϊκές αξίες τονίζοντας την άμεση ανάγκη των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων ώστε να παραμείνει η χώρα εντός της ευρωζώνης. Παρόλα αυτά, και ο αντιευρωπαϊκός δημόσιος λόγος των πολιτικών κομμάτων τα οποία δεν αναγνώριζαν τις υποχρεώσεις της χώρας και ζητούσαν τη μονομερή καταγγελία της δανειακής σύμβασης, φαίνεται να είχε εξίσου, μεγάλη ανταπόκριση, διακινδυνεύοντας συνεπώς την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη.

Όμως σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία όπου η έννοια των συνόρων είναι σχετική, ο δημόσιος πολιτικός λόγος δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό μιας χώρας αλλά επηρεάζεται και από φορείς που εκφέρουν δημόσιο λόγο στο εξωτερικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δημόσιου διεθνούς λόγου που επηρέασε το εσωτερικό της χώρας είναι η παραφιλολογία γύρω από μία ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Από το 2010 και μετά, η Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε πως μπήκε στο «ματι του κυκλώνα» των διεθνών ΜΜΕ ενώ αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένου παγκόσμιου διαλόγου λόγω της αδυναμίας της να δανειστεί από τις αγορές και την προσφυγή της στον μηχανισμό στήριξης της ΕΕ και του ΔΝΤ. Ενώ αρχικά ο διεθνής δημόσιος λόγος ξεκίνησε με αναφορές και αναλύσεις για τα αίτια της ελληνικής οικονομικής κρίσης και τις προοπτικές στο μέλλον, στη συνέχεια όλος ο λόγος περιστρεφόταν γύρω από το μοναδικό θεματικό άξονα περί παραμονής ή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Αρχικά μπορεί να φαινόταν ως ένα εύλογο θεωρητικό ερώτημα αλλά η συνεχής επανάληψή του και η υιοθέτηση του σε όλο τον κόσμο διόγκωσε τα προβλήματα για τις Ελληνικές κυβερνήσεις και επιχειρήσεις.

Είναι χαρακτηριστικό πως ευρωπαίοι ηγέτες και αξιωματούχοι προέβησαν σε πλήθος δηλώσεων για ενδεχόμενη εξόδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Ενδεικτικά αναφέρω δηλώσεις του Γερμανού Αντικαγκελάριου Φίλιπ Ρέσλερ που επαναλάμβανε πως “μία πιθανή έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη πια δεν μας φοβίζει” και του διακεκριμένου οικονομολόγου Νουριέλ Ρουμπινι που με παρεμβάσεις του στον τύπο επαναλάμβανε πως “η Ελλάδα θα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη είτε φέτος (2012) είτε του χρόνου”. Επίσης κυκλοφορούσαν πολλές μελέτες από οίκους αξιολόγησης πιστολιπτικής ικανότητας και μεγάλες τράπεζες όπως η Citigroup που τόνιζαν πως “η πιθανότητα αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη στο διάστημα των επόμενων 12 έως 18 μηνών είναι στο 90%.”

Αντιθέτως, δεν δόθηκε η προσήκουσα σημασία στα σημαντικά βήματα προόδου τα οποία έκανε η Ελλάδα όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή. Σε κείμενο του στους Financial Times ο Γιώργος Παγουλάτος υπογραμμίζει πως “οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα το τελευταίο διάστημα δεν συνάδουν με το προφίλ της χώρας που έχει αποτύχει εντελώς.” Συνεχίζει υπογραμμίζοντας πως έχει επιτευχθεί “μείωση στο πρωτογενές έλλειμμα κατά 8.5% του ΑΕΠ μέσα σε δύο χρόνια.”

Συνεπώς, δεν προκαλεί εντύπωση πως πρωταρχικός στόχος της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τις εκλογές της 17 Ιουνίου 2012 ήταν να βάλει ένα τέλος στην τοξική παραφιλολογία γύρο από την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο πρωθυπουργός της χώρας μόλις ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, πραγματοποίησε ξεχωριστές συναντήσεις με την Γερμανίδα Καγκελάριο κα Ανγκέλα Μέρκελ, τον Γάλλο Πρόεδρο κ. Φρανσουά Ολάντ, τον Ιταλό Πρωθυπουργό κ. Μάριο Μόντι τον επικεφαλής του Eurogroup κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν Βαν Ρομπάι, τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κ. Μάριο Ντράγκι και πολλούς άλλους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Επίσης προσπαθώντας να μεταστρέψει και το κλίμα για την Ελλάδα έδωσε συνεντεύξεις σε ξένα ΜΜΕ εξηγώντας τις προθέσεις της Ελληνικής κυβέρνησης για την άμεση προώθηση των δομικών αλλαγών στην λειτουργία του κράτους. Αυτό το οποίο κατόρθωσε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η Ελληνική κυβέρνηση ήταν να σταματήσουν τα τοξικά δημοσιεύματα, απαραίτητη προϋπόθεση για την δημιουργία ευνοϊκότερου κλίματος για την Ελλάδα τόσο σε πολιτικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Το επόμενο βήμα –το οποίο όμως είναι πιο μακροπρόθεσμο- είναι με την πάροδο του χρόνου η χώρα να επανακτήσει την διεθνή της αξιοπιστία αλλά και οι πολιτικοί να επανακτήσουν στο εσωτερικό της χώρας την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.

Επανάκτηση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος

Σήμερα, η αποδοκιμασία και η αγανάκτηση των πολιτών προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη. Ο μόνος τρόπος για να επανακτήσει το πολιτικό σύστημα την αξιοπιστία του είναι η άμεση προώθηση των σαρωτικών δομικών αλλαγών ώστε να ξεφύγουμε από την ύφεση όσο το δυνατόν νωρίτερα. Το παραπάνω προϋποθέτει όμως πως θα υπάρχει μεγαλύτερη ακολουθία μεταξύ λόγων και πράξεων στον δημόσιο λόγο που εκφέρουν οι πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες της χώρας. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης κυριαρχεί η αίσθηση πως οι νόμοι που ψηφίζονται δεν εφαρμόζονται ή ότι δεν ισχύουν για όλους.
Κορυφαία δομική αλλαγή είναι αυτή που πρέπει να επέλθει στην δημόσια διοίκηση. Το κράτος σήμερα δεν είναι μόνο μεγάλο, δυσκίνητο και δαπανηρό αλλά το κυριότερο είναι πως βασίζεται σε αναχρονιστικές αντιλήψεις. Πολλοί πολίτες επιζητούν την επανεξέταση της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα και την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως συμβαίνει στις περισσότερες ευνομούμενες κοινωνίες. Εάν η αξιολόγηση είναι αντικειμενική και δίκαιη –όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες- οι καλοί, έντιμοι και εργατικοί δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν κανένα λόγο ανησυχίας, αντιθέτως θα έπρεπε να την επιδιώκουν.
Παράλληλα, είναι εμφανής η ανάγκη για ένα εκμοντερνισμένο κράτος που αξιοποιεί πλήρως την νέα τεχνολογία, είναι φιλικό απέναντι στους πολίτες και δεν τους πνίγει στην ανούσια γραφειοκρατία. Ενδεικτικά αναφέρω πως πρέπει να χρησιμοποιηθεί εκτενέστερα η νέα τεχνολογία και κυρίως το διαδίκτυο για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές μεταξύ πολίτη και κράτους. Με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές δίνεται η δυνατότητα να μειωθεί ο χρόνος που απαιτείται για τις συναλλαγές, το κόστος τους τόσο για τον πολίτη όσο και για το κράτος αλλά και να αντιμετωπιστούν φαινόμενα διαφθοράς διότι δεν υπάρχει φυσική παρουσία. Επίσης παρέχεται στο κράτος η δυνατότητα να κάνει πιο εμπεριστατομένο και ενδελεχή έλεγχο των συναλλαγών.
Επίσης, στο δημόσιο δεν υπάρχει καθόλου η έννοια της “απόδοσης των ευθυνών”. Πιο συγκεκριμένα, σε περίπτωση που κάτι δεν πήγε σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, ποιος είναι αυτός που ευθύνεται για αυτή την εξέλιξη; τι συνέπειες θα έχει σε περίπτωση που δεν έπραξε όπως θα έπρεπε να είχε πράξει; Σήμερα ενδεχομένως δεν θα έχει καμία επίπτωση, αντιθέτως εάν συμπληρώσει και κάποια χρόνια υπηρεσίας το πιθανότερο είναι να προαχθεί.
Τέλος, το κράτος δεν μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία, άρα πρέπει να προχωρήσουμε άμεσα σε ιδιωτικοποιήσεις –όχι για εισπρακτικούς λόγους- αλλά για να απελευθερώσουμε τις δημιουργικές δυνάμεις εκεί που πρέπει και μπορούν να αναπτυχθούν. Το κράτος πρέπει να αποχωρήσει από κάποιος τομείς της οικονομίας στους οποίους ο ιδιωτικός τομέας αποδεδειγμένα μπορεί να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη επιτυχία, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η οργάνωση ιπποδρομιών.

Επίλογος

Θα μπορούσαμε να πούμε πως το παράδειγμα της ανάλυσης του δημοσίου λόγου περί ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη καταδεικνύει τη χρησιμότητα του δημοσίου λόγου ως μοναδικό αναλυτικό εργαλείο. Η ανάλυση του δημόσιου λόγου δίνει την δυνατότητα στους ερευνητές να κρίνουν -σε βάθος χρόνου- στοιχεία τα οποία την στιγμή που γίνονται οι δηλώσεις είναι δυσδιάκριτα όπως η ευστοχία των λεγομένων, ενδεχομένως και τα κίνητρα που τους οδήγησαν σε αυτές τις δηλώσεις την δεδομένη χρονική στιγμή. Ο ιστορικός του μέλλοντος όταν θα αναλύσει τον δημόσιο λόγο όλων των πολιτικών κομμάτων και φορέων στην Ελλάδα του 2012 θα μπορέσει με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια και αντικειμενικότητα να συμπεράνει και να ρίξει περισσότερο φως στον πολιτικό λόγο που διακρίνοταν από ανακρίβειες, λαϊκισμό και καιροσκοπία και στον πολιτικό λόγο που χαρακτηρίζοταν από υπευθυνότητα και με σκοπό τον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών της χώρας. Στην αναμέτρηση μεταξύ εξορθολογισμού και λαϊκισμού, νικητής οφείλει να είναι ο εξορθολογισμός που υπαγορεύει σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό με παραμονή της Ελλάδος στην ευρωζώνη, υπεύθυνη στάση της Κυβέρνησης ώστε να αποκατασταθεί η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και η διεθνής αξιοπιστία της χώρας, εφαλτήρια για την ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας.

* Ο Χρίστος Δήμας είναι Βουλευτής Κορινθίας και διδάκτωρ Ευρωπαϊκής Πολιτικής του London School of Economics and Political Science.