* Άρθρο μου στην εφημερίδα «Νέα Σελίδα» της Κυριακής 15.10.2017.
Φτάσαμε αισίως στον όγδοο χρόνο της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας και δυστυχώς ακόμα το βάρος των φόρων παραμένει δυσβάσταχτο. Η σημερινή κυβέρνηση, έπειτα από την καταστροφική «διαπραγμάτευση» του πρώτου οκταμήνου του 2015, επιβάρυνε τη χώρα με απώλεια 86 δισ. και τους Έλληνες με υπερφορολόγηση δίχως τέλος. Ήδη έχουν υπογραφεί μέτρα ύψους 1.8 δισ. για το 2018, επιπλέον 5.1 δισ. για το 2019, ενώ συνολικά υπάρχει δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022. Σε μια χώρα δηλαδή, που η φοροδοτική ικανότητα έχει ήδη εξαντληθεί, θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σύντομα μια νέα φορολογική καταιγίδα σε αγαθά υπηρεσίες και φόρους, την ώρα που συντάξεις και αφορολόγητο είναι προγραμματισμένο να μειωθούν.
Η κοινωνία έχει φτάσει στα όρια της. Με μια προσεκτική ματιά στα δημόσια οικονομικά, εύκολα θα παρατηρήσει κανείς πως κάθε μήνα δημιουργείται νέο χρέος ύψους 1 δισ. προς το Δημόσιο, με το συνολικό ύψος αυτών των οφειλών να έχει ξεπεράσει τα 96 δισ. Ήδη αρκετοί πολίτες για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές υποχρεώσεις τους, μείωσαν δαπάνες για βασικές ανάγκες, κάτι που σημαίνει ότι δύσκολα θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε νέες υποχρεώσεις.
Την ίδια ώρα, το κράτος παραμένει ο μεγαλύτερος κακοπληρωτής, εντείνοντας την ανασφάλεια στην αγορά εργασίας. Οι οφειλές του Δημοσίου προς πολίτες και επιχειρήσεις έχουν εκτοξευθεί στα 6.02 δισ., ενώ εκατοντάδες θέσεις εργαζομένων βρίσκονται σε επισφάλεια, επειδή αυτές οι οφειλές προκαλούν ασφυξία στις εταιρίες για τις οποίες εργάζονται. Ενδεικτικά και μόνο, την περασμένη εβδομάδα, ο Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων αποφάσισε την αναστολή διανομής πανεπιστημιακών συγγραμμάτων στους φοιτητές και τους σπουδαστές για το χειμερινό εξάμηνο επειδή ακόμα δεν έχουν πληρωθεί για τα βιβλία που αφορούν το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2015-2016.
Όπως είναι προφανές, η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στηρίζεται κυρίως στο σκέλος των εσόδων, μέσω της υπερφορολόγησης και όχι στη συγκράτηση των δαπανών και την ανάπτυξη. Όταν επιβάλεις όμως τόσους φόρους, είναι δεδομένο πως η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών θα εξαντληθεί. Και αυτό κρύβει κινδύνους. Μήνα με το μήνα, διαμορφώνεται μια κατάσταση εκρηκτική, η οποία κάποια στιγμή θα μας θέσει μπροστά σε νέα μεγάλα διλήμματα και σίγουρα δεν πρόκειται να οδηγήσει στο τέλος των μνημονίων τον ερχόμενο Αύγουστο, όπως ευαγγελίζονται τα κυβερνητικά στελέχη.
Αν δεν αλλάξουν εδώ και τώρα πολιτική, η χώρα θα καθυστερήσει να πετύχει το στόχο και για ακόμα μια φορά, αυτό θα συμβεί με δική τους ευθύνη. Ας μην ξεχνάμε πως ο βασικός λόγος για τον οποίο οδηγηθήκαμε στα μνημόνια, ήταν επειδή δε μπορούσαμε να δανειστούμε φθηνά από τις αγορές. Σήμερα, το ελληνικό δεκαετές ομόλογο, παραμένει σε υψηλά επίπεδα, καθιστώντας το δανεισμό ασύμφορο και κατ’ επέκταση αδύνατη τη χρηματοδότηση της χώρας εκτός «προγράμματος στήριξης». Για να φτάσουμε όμως ως εκεί και να έχουμε τη δυνατότητα να μιλήσουμε για οριστική και καθαρή έξοδο, χρειάζεται άμεσα να επανακτήσουμε την εμπιστοσύνη των αγορών και να πετύχουμε χαμηλές αποδόσεις, που θα επιτρέπουν τη βιώσιμη χρηματοδότηση της χώρας. Μέχρι να μπορέσουμε να το καταφέρουμε αυτό, οτιδήποτε άλλο είναι επικοινωνιακό τέχνασμα και δεν θα αποτελεί έξοδο από τα μνημόνια.
Δυστυχώς για όλους μας, αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει με την στάση της ότι δε μπορεί ούτε αξιοπιστία να έχει, αλλά κυρίως να διατυπώσει ένα ξεκάθαρο σχέδιο για τη χώρα. Κι’ αφού δε μπορεί, είναι καιρός να φύγει.