Μετάβαση στο περιεχόμενο

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | Η ΝΔ έχει ανοιχτές τις πόρτες της

FacebookTwitterEmailPrintFriendly

* Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Δ. Αθανασοπούλου για την εφημερίδα Politik, Παρασκευή 08 Φεβρουαρίου 2019

«Η ΝΔ έχει ανοιχτές τις πόρτες της» δηλώνει σε συνέντευξή του στην Politik και την Δήμητρα Αθανασοπούλου ο Χρίστος Δήμας.

Ο αναπληρωτής τομεάρχης Οικονομίας και Ανάπτυξης της Νέας Δημοκρατίας και βουλευτής Κορινθίας, εκφράζει τη πεποίθηση πως η Ελλάδα θα ήταν διαφορετική χώρα αν δεν είχε ανακοπεί η πορεία της κυβέρνησης Σαμαρά, ενώ προβλέπει πως στις επόμενες εκλογές ο ορθολογισμός θα νικήσει τον λαϊκισμό. Δηλώνει περήφανος για την πολιτική σταδιοδρομία του πατέρα του Σταύρου Δήμα αλλά ξεκαθαρίζει πως θέλει να χαράξει το δικό του δρόμο. Είναι, άλλωστε, ένας από τους νεότερους και πιο μορφωμένους βουλευτές, ως απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου «Queen Mary» του Λονδίνου με διδακτορικό στην ευρωπαϊκή πολιτική από το LSE και εμπειρία στα media.

-Θα ξεκινήσω με κάτι επίκαιρο, το ζήτημα της Βενεζουέλας. Θεωρείτε πως η αναγνώριση του Γκουαϊδό -που αυτοανακηρύχθηκε μεταβατικός πρόεδρος- δεν κρύβει κινδύνους; Πως αξιολογείτε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ;

«Ο Χουάν Γκουαϊδό ανακηρύχθηκε από την εθνοσυνέλευση της Βενεζουέλας ως μεταβατικός πρόεδρος και έχει αναγνωριστεί ως νόμιμος μεταβατικός πρόεδρος από πολλές χώρες και το Ευρωκοινοβούλιο, προκειμένου να την οδηγήσει σε ελεύθερες, αξιόπιστες και διαφανείς εκλογές. Οι πολίτες της Βενεζουέλας ζουν σήμερα υπό άθλιες συνθήκες με ανεπανάληπτη πείνα, φτώχεια, εγκληματικότητα και στερούνται βασικές δημοκρατικές ελευθερίες ανεχόμενοι παράλληλα τις αυταρχικές διώξεις του καθεστώτος Μαδούρο. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια εκατομμύρια πολίτες να έχουν μεταναστεύσει σε γειτονικές χώρες και όσοι έχουν μείνει πίσω να υποφέρουν. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν, να στηρίξει απροκάλυπτα έναν στυγνό δικτάτορα, πέραν ότι είναι κατακριτέα, θα έπρεπε κανονικά να προκαλεί μεγάλη έκπληξη. Όμως, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει το καθεστώς Μαδούρο ως ένα “μοντέλο που θα έπρεπε να απλωθεί στην Ευρώπη” ενώ έχει αποδειχθεί πως υπήρχαν στενές σχέσεις και υπόνοιες για “υπόγειες” συμφωνίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτιμάει ξεδιάντροπα τον δικτάτορα Μαδούρο έναντι μιας δημοκρατικά ευνομούμενης κοινωνίας, ενώ την ίδια στιγμή οι χώρες της Δύσης ενεργοποιούνται προκειμένου να λάβουν χώρα άμεσες και ελεύθερες εκλογές. Αυτή η εμμονή, λοιπόν, των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ είναι χωρίς αμφιβολία ύποπτη και προκαλεί πολλά ερωτηματικά και είναι σίγουρα αντίθετη με τις δημοκρατικές παραδόσεις της Ελλάδας και του δυτικού κόσμου».

-Ποια είναι η πρόβλεψη σας για τις επερχόμενες εκλογές και ποια είναι η στόχευση σας;

«Οι επόμενες εκλογές θα είναι η πρώτη νίκη του ορθολογισμού απέναντι στο λαϊκισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εδώ, στη χώρα που ξεκίνησε αυτό το κύμα ανεύθυνων υποσχέσεων και δήθεν μαγικών λύσεων σε σημαντικά ζητήματα, θα υποστεί και την πρώτη του ήττα. Η επόμενη ημέρα της χώρας, ωστόσο, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Η τετραετία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υπήρξε καταστροφική για μια σειρά τομείς της αγοράς και της οικονομίας. Η Νέα Δημοκρατία συνεπώς έχει μπροστά της την εθνική ευθύνη να βάλει τα σωστά θεμέλια στην οικονομία, να θωρακίσει τους θεσμούς και τη διάκριση των εξουσιών και κυρίως, να οδηγήσει την Ελλάδα στη νέα εποχή προσφέροντας ξανά προοπτική στους πολίτες. Μόνο όταν καταφέρουμε να κάνουμε τους ανθρώπους περισσότερο αισιόδοξους μέσα από τη δουλειά μας, θα μπορούμε να ισχυριστούμε πως έχουμε καταφέρει κάτι».

-Ποια είναι η άποψη σας για το άνοιγμα της ΝΔ; Ποια θα είναι η επίδραση της εισόδου υποψηφίων από άλλους χώρας στο κόμμα σας; Κατά πόσο είναι ευπρόσδεκτοι πολιτικοί όπως οι Αμυράς και Ψαριανός;

«Η Νέα Δημοκρατία είναι ένα μεγάλο κόμμα. Είναι λάθος συνεπώς να ισχυριζόμαστε ότι κάνει άνοιγμα. Είμαστε μια παράταξη που έχει συνεχώς τις πόρτες της ανοιχτές και όποιος ασπάζεται συνολικά τις αρχές, τις ιδέες, το όραμα και τις αξίες μας για την επόμενη μέρα της χώρας, μπορεί να ενταχθεί. Από εκείνη τη στιγμή, ο λόγος περνά στους πολίτες. Αυτοί έχουν τον τελικό λόγο για το ποιος θέλουν να τους εκπροσωπεί. Συνεπώς όλες οι παραγωγικές φωνές είναι ευπρόσδεκτες, αλλά σε μια Δημοκρατία οι πολίτες έχουν τον τελευταίο λόγο».

-Θεωρείτε πως η απαξίωση τόσων πολιτικών προσωπικοτήτων τον τελευταίο καιρό οδηγεί σταδιακά σε απαξίωση όλης της πολιτικής σκηνής;

«Αν δούμε το γενικότερο επίπεδο του δημοσίου διαλόγου, τόσο στο κοινοβούλιο όσο και στα ΜΜΕ, τότε θα διαπιστώσουμε πως εν μέρει δικαιολογημένα έχει απαξιωθεί η πολιτική. Δυστυχώς ο πολιτικός λόγος έχει αντικατασταθεί με άναρχες κραυγές και συνθήματα και αυτό είναι κάτι το οποίο συμβαίνει στο σύνολο του πολιτικού κόσμου. Την ίδια στιγμή όμως, σημαντικοί άνθρωποι έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της πατρίδας στα χρόνια της κρίσης, ωστόσο η περίοδος αποδείχθηκε δύσκολη για να ευδοκιμήσει ένας τέτοιου είδους πατριωτισμός. Υπάρχει απαξίωση και επειδή υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης. Οι Έλληνες έχασαν σχεδόν το 40% του εισοδήματος τους και αυτό προκάλεσε αντίδραση. Σε κάποιο βαθμό αυτή εκτονώνεται σταδιακά και είναι πολύ σημαντικό αυτό να συμβεί, ώστε ενωμένοι να προχωρήσουμε στην επόμενη ημέρα. Αυτό είναι ένα από τα τιμήματα που πληρώνουμε τη δεκαετία της κρίσης».

-Πιστεύετε πως η Ελλάδα θα ήταν διαφορετική αν το 2014 είχε εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Σταύρος Δήμας;

«Η Ελλάδα θα ήταν σίγουρα μια διαφορετική χώρα σήμερα εάν δεν είχε ανακοπεί η πορεία της κυβέρνησης Σαμαρά. Ήδη η χώρα ήταν κατά κοινή ομολογία ένα βήμα πριν την επιστροφή στην κανονικότητα, δεν είχαμε υποκύψει σε μια σειρά από ακραίες απαιτήσεις των εταίρων που αργότερα αποδέχθηκε ο κ. Τσίπρας, ωστόσο ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ θέλησαν να τα ανατρέψουν όλα για να ανέλθουν στην εξουσία έναν χρόνο νωρίτερα. Και το τίμημα που πληρώσαμε είναι βαρύ. Η μη εκλογή του Σταύρου Δήμα, θα ήταν ένα σημείο επιβεβαίωσης της σωστής πορείας που είχαμε, αλλά δυστυχώς οι σημερινοί κυβερνώντες τζογάρισαν εις βάρος της χώρας. Και έχασαν και μαζί τους και όλοι οι πολίτες».

-Κατά πόσο ταυτίζεστε με τις πολιτικές θέσεις του πατέρα σας Σταύρου Δήμα( στον οποίο οι Financial Times απένειμαν τον τίτλο του Επιτρόπου της Χρονιάς) και κατά πόσο οι άλλοι σας αντιμετωπίζουν ως «συνέχεια του»;

«Είμαι πολύ περήφανος για την πολιτική σταδιοδρομία του πατέρα μου διότι ξεκίνησε μόνος του και με πολλές αντικειμενικές δυσκολίες. Δεν είναι μόνο το βραβείο των Financial Times και ο τίτλος του “Επιτρόπου της χρονιάς” αλλά κυριότερα η γενικότερη του στάση και αντίληψη για την πολιτική. Εγώ αντιθέτως, δεν αντιμετώπισα αυτές τις αντικειμενικές δυσκολίες. Σε καμία περίπτωση όμως δεν προσπαθώ να συνεχίσω την δική του πορεία, αλλά να χαράξω τη δική μου. Νομίζω ότι στους συμπολίτες μου στον νόμο Κορινθίας αυτό πια είναι εμφανές».

-Είστε από τους πιο νέους βουλευτές. Πως οραματίζεστε τη κεντροδεξιά παράταξη και ποιο είναι το δικό σας όραμα;

«Η Νέα Δημοκρατία οφείλει ως ιστορική παράταξη να τιμά τις ρίζες της και τις μεγάλες εθνικές της αποφάσεις και παράλληλα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής και να είναι σύγχρονη. Ο ρεαλισμός ήταν πάντοτε το βασικό μας χαρακτηριστικό, σε ένα κόσμο που σήμερα τον έχει περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Προσωπικά ταυτίζομαι με αυτήν την κατεύθυνση και προσπαθώ να αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις στα ζητήματα της οικονομίας, της ανάπτυξης αλλά και της μετάβασης σε μια εποχή ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, όπου πολίτες και επιχειρήσεις θα ξοδεύουν λιγότερο χρόνο και χρήμα για να απολαμβάνουν αναβαθμισμένες κρατικές υπηρεσίες. Ζούμε τις πρώτες ημέρες της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης και πρέπει να δουλέψουμε ώστε οι Έλληνες να μη βρεθούν απροετοίμαστοι απέναντι στις προκλήσεις της».

-Στο παρελθόν έχετε εργαστεί και ως δημοσιογράφος. Με αυτήν τη διττή εμπειρία- δημοσιογραφίας και πολιτικής – θα ήθελα την άποψη σας για τον τρόπο που διαχειρίζονται τα media την επικαιρότητα. Από το ζήτημα των Πρεσπών μέχρι τη διάλυση του Ποταμιού, της ΔΗΜΑΡ και τις περίφημες ανεξαρτητοποιήσεις- διαγραφές…

«Τα ΜΜΕ διαχρονικά αναζητούν ειδήσεις που θα κινήσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών, των ακροατών ή των τηλεθεατών. Σε κάποιο σημείο αυτή η αναζήτηση όμως συναντά τον πατριωτισμό και την ευθύνη απέναντι στη Δημοκρατία που όλοι μας υπηρετούμε. Μια δική μου παρατήρηση λοιπόν, θα ήταν ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι περισσότερη έμφαση στα δεδομένα και λιγότερη κάλυψη αυτού του είδους της παραπολιτικής, που στο τέλος της ημέρας απαξιώνει το πολίτευμα και απογοητεύει τους πολίτες. Η απρόσκοπτη δημοσίευση άλλωστε, είναι προνόμιο της Δημοκρατίας. Κατά συνέπεια η σχέση δημοσιογραφίας – Δημοκρατίας, πρέπει να είναι μια σχέση αλληλοπροστασίας και υπευθυνότητας».